μωροπίστευτος
Смотреть что такое "μωροπίστευτος" в других словарях:
μωροπίστευτος — η, ο ο μωρόπιστος*. ( [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πιστεύω] … Dictionary of Greek
ευαπάτητος — η ο (Α εὐαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος αρχ. αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek